- ἀπατεών
- ἀπατεώνcheatmasc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀπατέων — ἀπάτη trick fem gen pl (epic ionic) ἀπατάω cheat pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεῶνα — ἀπατεών cheat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεῶνας — ἀπατεών cheat masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεῶνες — ἀπατεών cheat masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεῶνι — ἀπατεών cheat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεῶνος — ἀπατεών cheat masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεῶσι — ἀπατεών cheat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεῶσιν — ἀπατεών cheat masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατεώνων — ἀπατεών cheat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απατεώνας — ο (AM ἀπατεών, ο, το αρχ. κ. ως επίθ., άπατεών, ο, η) αυτός που εξαπατά τους άλλους, δόλιος πανούργος αρχ. ως επίθ. ο απατηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απάτη + (κατάλ.) εών, η οποία σε σπάνιες περιπτώσεις χρησιμοποιείται προς δήλωση του προσώπου, το οποίο… … Dictionary of Greek